Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προ - τύπτω

См. также в других словарях:

  • προτύπτω — Α 1. ορμώ προς τα εμπρός, εξορμώ («Νεῑλος... προύτυψεν πόντῳ», Νίκ.) 2. προσορμίζομαι («ὕστατος ἐς θάλαμον προύτυψεν», Οππ.) 3. κρούω, χτυπώ πρωτύτερα 4. χτυπώ πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύπτω «πλήττω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • προστυφθείσας — προστῡφθείσᾱς , πρό στύφω contract aor part pass fem acc pl προστῡφθείσᾱς , πρό στύφω contract aor part pass fem gen sg (doric aeolic) προστυφθείσᾱς , πρόσ τύπτω beat aor part pass fem acc pl προστυφθείσᾱς , πρόσ τύπτω beat aor part pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστύψεις — προστύ̱ψεις , πρό στύφω contract aor subj act 2nd sg (epic) προστύ̱ψεις , πρό στύφω contract fut ind act 2nd sg πρόσ τύφω raise a smoke aor subj act 2nd sg (epic) πρόσ τύπτω beat aor subj act 2nd sg (epic) πρόσ τύπτω beat fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… …   Dictionary of Greek

  • προστυφθῇ — προστῡφθῇ , πρό στύφω contract aor subj pass 3rd sg πρόσ τύπτω beat aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστυφθέν — προστῡφθέν , πρό στύφω contract aor part pass neut nom/voc/acc sg πρόσ τύπτω beat aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστύψαντες — προστύ̱ψαντες , πρό στύφω contract aor part act masc nom/voc pl πρόσ τύφω raise a smoke aor part act masc nom/voc pl πρόσ τύπτω beat aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστύψας — προστύ̱ψᾱς , πρό στύφω contract aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προστύψᾱς , πρόσ τύφω raise a smoke aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προστύψᾱς , πρόσ τύπτω beat aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστυψον — πρόστῡψον , πρό στύφω contract aor imperat act 2nd sg πρόσ τύφω raise a smoke aor imperat act 2nd sg πρόσ τύπτω beat aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»